- εὐθεώρητον
- εὐθεώρητοςeasily seenmasc/fem acc sgεὐθεώρητοςeasily seenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθεώρητος — εὐθεώρητος, ον (Α) 1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.) 2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ] … Dictionary of Greek